Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα
Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Οδυσσέας Ελύτης

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Σπασμένο καράβι

…ένα τέτοιο ξύλινο σκαρί βρίσκεται στην άκρη του λιμανιού στον Νέο Πύργο. Σκαρί γυρτό έξω απ’ τα "νερά" του χρόνια τώρα. Απόμαχο, εγκαταλελειμμένο, βλέπει το χρόνο να περνά, με τη πλώρη του να κοιτά την στεριά λες και από στεναχώρια, λύπη,  έχει “γυρίσει την πλάτη”  στης θάλασσας την αγκαλιά. Το γερασμένο του κορμί αντικρίζει ο διαβάτης στην παραλία του χωριού κι είναι θαρρείς πως θέλει να σου μιλήσει να σου πει τον πόνο του, μα περισσότερο να σου διηγηθεί, στιγμές, ιστορίες, από τότε που η πλώρη του χάραζε απαλά τις θάλασσας το γαλάζιο. Τότε  που παραμέριζε τα αφρισμένα κύματα υπακούοντας πιστά τον καραβοκύρη του, ένα δέσιμο ανθρώπου και σκαριού, ένα “σφίξιμο” σαν αυτό που περνούσε μέσα απ’ τη ροζιασμένη παλάμη του ανθρώπου, στο δοιάκι (πηδάλιο) του  και  μαζί δάμαζαν της Θάλασσας τα καμώματα.
 Σπασμένο, απόμαχο σκαρί και κάθε φορά που περνώ πάντα για λίγο στέκομαι. Ανταλλάσσουμε ματιές, χρόνια τώρα. Προσπαθώ να ακούσω αυτά που ‘χει να μου πει….. όταν η Γραιγοτραμουντάνα στέλνει  άγρια κύματα να παφλάζουν στην πρύμνη του και σαν αφρισμένα χέρια να προσπαθούν να το τραβήξουν να πλεύσει ξανά όρτσα, στον άνεμο. Ακούω το κλάμα, τον καημό του κάτω από τον βροχερό μολυβένιο ουρανό, μα και πως αναθαρρεί καθώς τα χρώματα της ξελογιάστρας Άνοιξης το τυλίγουν και το παρηγορούν. Και μαζί κάτω απ’ τα άστρα χαράζουμε ρότες νοερές για θάλασσες άγνωστες μακρινές μέχρι να μας ανταμώσει το Φως καβάλα στον πρωινό Λεβάντε. 

       "...μαζί κάτω απ’ τα άστρα χαράζουμε ρότες νοερές για θάλασσες άγνωστες μακρινές..."


 "Ακούω το κλάμα, τον καημό του κάτω από τον βροχερό μολυβένιο ουρανό.."

 "... πως αναθαρρεί καθώς τα χρώματα της ξελογιάστρας Άνοιξης το τυλίγουν και το παρηγορούν..."

 "...μαζί...μέχρι να μας ανταμώσει το Φως καβάλα στον πρωινό Λεβάντε."


Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Αγία Βαρβάρα (Λουτρά Αιδηψού)

 
 

  Λίγοι μήνες πέρασαν από μία παγωμένη Αυγή του Γενάρη, όταν εκεί κάτω, εκεί που η αλμύρα συναντούσε το ζεστό Ίαμα των Λουτρών, “φλέρταρα” με την Νύμφη  του Βόρειου Ευβοϊκού. (Λουτρά της Αιδήψού) Παγωμένη, με το άσπρο πέπλο του χιονιού με είχε “σαγηνεύσει” με αποχρώσεις πρωτόγνωρες. Και καθώς τα πρώτα χάδια του ήλιου άγγιζαν τα Λουτρά της Αιδηψού, το φως τους ξετρύπωνε κι άλλες ομορφιές που αποζητούσα την στιγμή να τις θαυμάσω, να τις ζήσω.
 Το  "κάτω" με έσπρωξε για "πάνω", για το σημείο πιά που θα στεκόμουν να ζήσω στιγμές, απολαμβάνοντάς τα  Λουτρά κάπου από ψηλά. Το σημείο στριφογύριζε μες το νού, στεκόμουν, έστηνα σενάρια, σκηνές, για το πού, το πώς το πότε….Πάντα όμως κάποιος, κάτι πάνω από μένα, χαμογελά γιατί τα έχει σκηνοθετήσει και σχεδιάσει πολύ καλύτερα από μένα.
 Μεγάλη Εβδομάδα λοιπόν και μόλις δειλά ο ήλιος είχε αρχίσει να κάνει τις πρώτες ζεστές εμφανίσεις του, ξεκίνησα για ψηλά. Άρχισα με το πότε …αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει, χειμωνιάτικο πρωινό κι ανατολή στην Νύμφη του Βόρειου Ευβοϊκού τότε …τώρα, απόγιομο και δύση πάνω από τα Λουτρά, που κι αυτά ευλαβικά  καρτερούσαν την λύτρωση, με την Ανάσταση του Κυρίου.
 Η θέση… που το “ταπεινό μυαλουδάκι” μου είχε επεξεργαστεί, ήταν η γέφυρα που δεσπόζει της πόλης. Η γέφυρα του περιφερειακού δρόμου (;) που εάν ακόμα και τώρα δεν φιλοξενεί πάνω της καθόλου βιαστικά τετράτροχα, θα γινόταν για μένα και την “τετράγωνη” λογική μου, το μπαλκόνι για να απολαύσω τα Λουτρά. Μόλις στάθηκα στο χλωμό και άψυχο άκρο της, όντως μπροστά μου άρχισε να διαφαίνεται ότι θα ξεδιπλωθεί ένα όμορφο απόγευμα.  Κάτι με “έτρωγε” όμως, κάτι έκανε το μάτι να είναι ανήσυχο, να μην μπορεί να εστιάσει στην ομορφιά εμπρός του. Στη αρχή  νόμιζα ότι έφταιγε το γκρίζο, το τσιμέντο γύρω μου. Μα σας το είπα….. μάταια…. και ποτέ μην έχετε εντύπωση ότι την Στιγμή θα την βρείτε ακριβώς εκεί που ο ταπεινός σας νους το έχει σκαρφιστεί….η Στιγμή θα βρει εσάς, εκεί που αυτή θα ορίσει και πιστέψτε…. κάτι ξέρει!!. Αυτή με σκούντηξε εκεί πάνω στην γκρίζα γέφυρα, μου ‘γνέψε στην άκρη της αριστερής ματιά μου, πάνω σε ένα ύψωμα λίγες δεκάδες μέτρα πιο νότια. Εκεί με καλούσε να την ακολουθήσω, να την προλάβω. Έτρεξα και όλα άρχιζαν να ξεδιαλύνουν καθώς ο ανηφορικός δρόμος με οδηγούσε κοντά της. Στην τελευταία απότομη στροφή αντίκρισα το ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας και τότε ήξερα πιά ότι τη Στιγμή θα αντάμωνα εκεί πάνω.
  Με το που μπήκα στο προαύλιο με καλωσόρισε με έναν Ηλιό… αγνάντι προς της Λιχάδας το βουνό. Ήλιο που είχε στήσει χορό αργόσυρτο με τα νέφη, στέλνοντας κοφτές, ακονισμένες ακτίνες προς όλες της πλάσης της κατευθύνσεις. Κάποιες απ’ αυτές ήταν και εδώ πιο χαμηλά στη υπέροχη γωνιά της Βόρειας Εύβοιας, στα Λουτρά της Αιδηψού. Φώτιζαν την Νύμφη, χαρίζοντας της ξανά, πρωτόγνωρες, απόγιομες, αποχρώσεις. Και αν νόμιζα ότι μόνο εδώ είχε στήσει η Στιγμή το σκηνικό για μένα, με περίμενε κάτι ακόμα….
 Ψαλμωδίες της Μεγάλη Εβδομάδας  αναδυόταν από χαμηλά, όταν άνοιξα και μπήκα στο εσωτερικό του Ναού. Στάθηκα κοιτάζοντας για λίγο το Ιερό της, τότε ήταν που με διαπέρασε ένα ρίγος.  Αυτοί οι ψαλμοί είχαν αλλάξει χροιά, γίναν απόκοσμοι, τάραξαν τα σωθικά μου μα συνάμα τα γαλήνεψαν. Για λίγο φοβήθηκα να γυρίσω προς τα πίσω, μα ο ίδιος αυτός ο ψαλμός τράβηξε το βλέμμα μου ….. 
 Η Στιγμή; κάτι πιο Δυνατό;  δεν ξέρω, αλλά εκεί ότι αποζητούσα μου προσφέρθηκε, το άκουσα, το είδα…. μπροστά μου στο προθάλαμο της Αγίας Βαρβάρας, μέσα από τα  παράθυρα της με τους κόκκινους σταυρούς. Το γυαλί, το σχήμα του, φέρναν μέσα δω τον ψαλμό, για λίγο τον απορροφούσαν και μαζί με το κρυστάλλινο παλμό τους τον μετέτρεπαν σε Ύμνο που διαπερνούσε την Ψυχή μου. Και εξαγνισμένη πιά αυτή, αφηνόταν ήρεμη να δει το φως να μπαίνει μέσα από τα παράθυρα. Παράθυρα με θέα, που λες ότι μόνο αυτά απομέναν για να αγγίξεις τη θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη. Το γαλάζιό τους εκεί έξω αντάμωνε, με φόντο τις αχνές της Γης   εξάρσεις ….. νοτισμένο με τις αποχρώσεις του  Ήλιου, που πήγαινε να βασιλέψει. Εκεί λοιπόν στο προθάλαμο, στο ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, η Στιγμή με καρτερούσε. Στο δεξί παράθυρό με τον κόκκινο σταυρό ….κράτησα την αναπνοή μου, ένιωσα το μεγαλείο της Στιγμής, τη ζεστασιά… τον ήχο …..  Τον Ήλιο να ρίχνει τις στερνές ακτίνες του στην άκρη του γυαλιού και καθώς το διαπερνούσαν, δημιουργούσαν και αυτές παλμό …..ήχο… Ύμνος κι αυτός μιας θέας, μια ματιάς  λίγο πιο χαμηλά, σε μια υπέροχη εικόνα της Νύμφης του Βόρειου Ευβοϊκού που ξανά έτσι δεν είχα αντικρύσει…….  












"...Παράθυρα με θέα, που λες ότι μόνο αυτά απομέναν για να αγγίξεις τη θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη. Το γαλάζιό τους εκεί έξω αντάμωνε, με φόντο τις αχνές της Γης   εξάρσεις ….. νοτισμένο με τις αποχρώσεις του  Ήλιου, που πήγαινε να βασιλέψει...."